Γεωγραφικά ο όρος Πήλιο χρησιμοποιείται συχνά με μια έννοια πολύ ευρύτερη της καθαρά ορεογραφικής: Με τον όρο Πήλιο αναφερόμαστε συνήθως σε ολόκληρη τη χερσόνησο της Μαγνησίας και όχι αποκλειστικά στον καθεαυτό ορεινό όγκο. Η χερσόνησος οριοθετείται από το όρος Πήλιο στα βόρεια, ενώ η απόληξή της στα νότια σχηματίζεται από το όρος Τισαίο. Ενδιάμεσα και εκατέρωθέν τους, στις ανατολικές, δυτικές και νότιες ακτές , απλώνονται παραλιακές, πεδινές και λοφώδεις περιοχές ποικίλης φυσιογνωμίας.
Χωρίς αμφιβολία το Πήλιο συνδυάζει το φιλόξενο παραθαλάσσιο και αβρό πεδινό τοπίο με το περισσότερο τραχύ και άβατο «πρόσωπο» των ορεινών κλιτύων. Το αποτέλεσμα είναι μια πανδαισία υφών, χρωμάτων και αρωμάτων που αναδεικνύουν τις διαφορετικές αισθητικές αξίες της περιοχής ανάλογα με την εποχή που θα το επισκεφτούμε.
Το όρος Πήλιο αποτελεί τμήμα της οροσειράς που διατρέχει τη χώρα ξεκινώντας από τα βόρεια σύνορα. Ο ορεινός αυτός άξονας φτάνει στον Όλυμπο μέσω των βουνών της Κεντρικής Μακεδονίας και καταλήγει μέσω της Όσσας και του Μαυροβουνίου στο Πήλιο και το δορυφόρο του, το Τισαίο, οριοθετώντας έτσι τις ανατολικές ακτές της Βόρειας και Κεντρικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα σκληρά «αδιάβροχα» πετρώματα που κυριαρχούν στον ορεινό όγκο, σχηματίζουν ένα ήπιο ανάγλυφο με μικρές κλίσεις. Μόνο το ΒΔ τμήμα του, κοντά στη Μακρινίτσα, το οποίο αποτελείται από ασβεστόλιθους, παρουσιάζει μέτριες προς ισχυρές κλίσεις.
Υψηλότερη κορυφή του συγκροτήματος είναι ο Πουριανός Σταυρός στα 1624 μ. Υπάρχουν επίσης δεκάδες χαμηλότερες και εξίσου ομαλές κορυφές με εντυπωσιακή θέα στη θάλασσα και στις πεδινές περιοχές.
Η απότομες πλαγιές των μεγαλύτερων υψομέτρων φιλοξενούν ένα από τα παλιότερα χιονοδρομικά κέντρα της χώρας, που αναπτύσσεται σε πέντε πίστες, σε απόσταση μόλις δυο χλμ. από τον οικισμό των Χανίων.
Οι δυτικές κλιτύες του Πηλίου είναι ως επί το πλείστον ομαλές και «σβήνουν» ομαλά στα νερά του Αιγαίου, περνώντας μέσα από εύφορες πλαγιές με καλλιέργειες καρποφόρων. Στις ακτές της πλευράς αυτής μία ενεργή διαδικασία απόθεσης έχει δημιουργήσει μία σχετικά πλατιά πεδινή παραλιακή ζώνη, η οποία υποστηρίζει καλλιέργειες και μια σειρά από παραλιακούς οικισμούς.
Αντίθετα, η ανατολική πλευρά είναι πολύ πιο απόκρημνη, με χαρακτηριστικές επάλληλες επιφάνειες ρηγμάτων που βυθίζονται απότομα και καταλήγουν σε μια απροσπέλαστη ακτογραμμή. Η έντονη γεωμορφολογία δημιούργησε παράλληλα πολλές και μικρές παραλίες άγριας ομορφιάς με εντυπωσιακή βλάστηση που «αγγίζει» τη θάλασσα, καταγάλανα νερά και υδάτινο πλούτο.