Η πανίδα του Πηλίου

Τα πλούσια δάση του Πηλίου και οι διάσπαρτες μέσα σε αυτά ζώνες καλλιεργειών συνιστούν ιδανικές ζώνες διατροφής και εξαιρετικά καταφύγια για μια μεγάλη ποικιλία ζωντανών οργανισμών.

Θηλαστικά

Από τα θηλαστικά, εμφανίζονται σχεδόν όλα τα τυπικά είδη που συνθέτουν την πανίδα της ηπειρωτικής Ελλάδας: νυφίτσες (Mustela nivalis), πετροκούναβα (Martes foina), λαγοί (Lepus europaeus), ασβοί(Meles meles), αγριόγατοι (Felis sylvestris), αγριογρούρουνα (Sus scrofa), αλεπούδες (Vulpes vulpes), αλλά και λύκοι (Canis lupus) τριγυρίζουν στα δάση, τα ξέφωτα και τις παρακείμενες αγροτικές εκτάσεις του Πηλίου.

Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσία της μεσογειακής φώκιας (Monachus monachus) στις ακτές. Η μεσογειακή φώκια θεωρείται από τα σπανιότερα θαλάσσια θηλαστικά σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς λιγότερα από 700 άτομα απομένουν σε 3-4 απομονωμένους μεταξύ τους υποπληθυσμούς στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.

Αλεπού (Vulpes vulpes)

Αλεπού (Vulpes vulpes)

Η αλεπού (Vulpes vulpes, πιό σωστά “κόκκινη αλεπού”) είναι το πιο γνωστό και ευρέως διαδεδομένο – τόσο γεωγραφικά, όσο και πληθυσμιακά – είδος αλεπούς. Είναι επίσης το μεγαλύτερο σε διαστάσεις (μήκος 50-90 εκ.) και βάρος (έως 10 κιλά) είδος ανάμεσα σε όλα τα είδη αλεπούδων.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, πολύ γνωστά σε όλους τους αγροτικούς πληθυσμούς του μισού πλανήτη, είναι το καλοσχηματισμένο πρόσωπο με τα λευκά “μάγουλα”, την οξεία μουσούδα και τα έντονα μάτια, που της δίνουν μια όψη εξυπνάδας και εγρήγορσης, τη φουντωτή ουρά με την λευκή τούφα στην άκρη, τα λεπτά και κοντά πόδια και το κοκκινωπό τρίχωμα, με μαυριδερό πίσω μέρος των αυτιών. Θεωρείται πολύ όμορφο ζώο και δεν έχει τυχαία “θηλυκό” γένος σε πολλές εθνικές ονομασίες (σε αντίθεση με το λύκο, που είναι “αρσενικός”).
Το τρίχωμά της ποικίλει πολύ σε αποχρώσεις του καφε-κοκκινωπού (ανάλογα την εποχή και το περιβάλλον) και μπορεί να είναι κοντό ή να δείχνει σαν μαδημένο, είτε λόγω της εποχικής αλλαγής τριχώματος, είτε λόγω κακών συνθηκών διαβίωσης.
Είναι ζώο παμφάγο και προσαρμόζεται σε όλο το εύρος πηγών που προσφέρει η εκάστοτε εποχή και η περιοχή της, από μικρά θηλαστικά έως οργανικά σκουπίδια. Στο δάσος αναζητά σαρκώδεις καρπούς (~50% του όγκου της διατροφής της), τρωκτικά (κυρίως αρουραίους, ποντίκια και τυφλοπόντικες, πάνω από 25% της διατροφής της), σαύρες και μεγάλα έντομα και σκουλήκια. Ο μύθος που τη θέλει να τρέφεται με κότες και άλλα μικρά κατοικίδια είναι περισσότερο τμήμα της λαϊκής κουλτούρας που ταυτόχρονα την τοποθετεί στην κορυφή της σειράς εξυπνάδας των ζώων, παρά αποτέλεσμα παρατηρήσεων.
Στην Ελλάδα η αλεπού έχει προσαρμοστεί παντού (εκτός των περισσότερων νησιών) και συχνά τη βλέπουμε να κυκλοφορεί στην περίμετρο των πόλεων.

Αγριογούρουνο (Sus scrofa)

Ανώριμο αγριογούρουνο (Sus scrofa)

Λέγεται και αγριόχοιρος. Ζει σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική. Στην Ελλάδα διατηρεί γηγενείς πληθυσμούς στη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και τη Σάμο, ενώ έχει επανεισαχθεί με επιτυχία στην Πελοπόννησο και πρόσφατα στο όρος Όλυμπος της Λέσβου. Τα τελευταία χρόνια επεκτείνει την εξάπλωσή του σε περιοχές με καλές συνθήκες προστασίας, όπως η Πάρνηθα.
Είναι ο πρόγονος των εξημερωμένων χοίρων. Ζει σε δάση με πυκνό υπόροφο, προτιμώντας τα δάση πλατύφυλλων (κυρίως δρυοδάση στη μέση ζώνη ή δάση οξυάς στην Πίνδο). Δεν διστάζει να μετακινηθεί σε ανοιχτές εκτάσεις με έλη, καλλιέργειες ή φυσικά λιβάδια.
Έχει βαρύ, ρωμαλέο και πολύ δυνατό σώμα, με μεγάλο μυτερό κεφάλι και ανθεκτικό δέρμα με παχύ τρίχωμα, που του επιτρέπουν να χώνεται και να τρέχει μέσα σε πυκνούς θάμνους. Τα αρσενικά έχουν μεγάλους γυριστούς κυνόδοντες. Η κοινωνική του οργάνωση είναι χαρακτηριστική: τα θηλυκά ζουν σε μικρές ομάδες με τα μικρά έως δύο ετών, ενώ τα αρσενικά τα πλησιάζουν μόνο στην περίοδο της αναπαραγωγής.
Είναι ζώο παμφάγο, με έντονη περιέργεια και απεριόριστη διάθεση για σκάψιμο και ψάξιμο. Τρέφεται κυρίως με καρπούς του δάσους (βελανίδια, κάστανα, διάφορα άγρια μούρα), ρίζες και βολβούς, άγριους ή καλλιεργημένους κονδύλους (πατάτες, παντζάρια), δημητριακά (στάρι, καλαμπόκι), μανιτάρια, σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες και ώριμα έντομα, αμφίβια, ερπετά, τρωκτικά και αυγά πουλιών. Τα περισσότερα από τα πιό πάνω τα βρίσκει ή τα ξεθάβει από το έδαφος, όπου σκάβει με επιμονή οδηγημένο από την εξαιρετική όσφρησή του. Τα μέρη όπου συχνάζουν ή βόσκουν αγριογούρουνα, είναι χαρακτηριστικά κατασκαμένα.

Πουλιά

Η παρουσία ενός μεγάλου εύρους βιοτόπων, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τις κορυφές του όρους Πήλιο, επιτρέπουν την εμφάνιση ενός αρκετά μεγάλου αριθμού ειδών πουλιών. Τα πυκνά δάση, οι εκτεταμένες καλλιέργειες και τα παραθαλάσσια βράχια συνθέτουν ένα τοπίο ποικίλο σε όψεις και λειτουργίες και επιτρέπει τη συνύπαρξη σε είδη διαφορετικών λειτουργικών ομάδων, από είδη καθαρά δασόβια σε είδη των παραθαλάσσιων βιοτόπων. Ο κατάλογος που ακολουθεί παρακάτω συντάχθηκε βάσει των εντύπων περιγραφής των περιοχών Natura 2000, δίνει μια ιδέα αυτού του πλούτου.
Σημαντικότερες παρουσίες ειδών μπορούν να θεωρηθούν αυτές του δρυομυγοχάφτη (Ficedula semitorquata), ο οποίος αναπαράγεται στην περιοχή με περισσότερα από 10 ζευγάρια, ενός αναπαραγόμενου ζευγαριού χρυσογέρακων (Falco biarmicus) και ενός αναπαραγόμενου ζευγαριού γερακαετών (Aquila pennata). Αυτά τα είδη αποτέλεσαν και τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό του Πηλίου ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας του Δικτύο Natura 2000 σε υλοποίηση της ευρωπαϊκής Οδηγίας για Πουλιά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η παρουσία του μαυροπετρίτη, (Falco eleonorae) που φωλιάζει σε απόκρημνες βραχοπλαγιές κοντά στη θάλασσα, όπου και κυνηγάει τη λεία του, αλλά και του κιρκινεζιού (Falco tinunculus), απειλούμενου είδους μεταναστευτικού γερακιού, για τη διατήρηση των πληθυσμών του οποίου υλοποιούνται έργα με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση τα τελευταία χρόνια. Άλλα είδη αρπακτικών που απαντούν στην περιοχή είναι ο κραυγαετός (Aquila pomarina), ο σφηκιάρης (Pernis apivorous), η αετογερακίνα (Buteo rufinus), αλλά και η κοινή γερακίνα (Buteo buteo).

Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis)

Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis)

Ο θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis), όπως υποδηλώνει το όνομα του, είναι αποκλειστικά θαλασσόβιο είδος, γεγονός που τον διακρίνει από τον συγγενικό του Κορμοράνο, που απαντά σε θαλάσσια νερά μόνο το χειμώνα και φωλιάζει κοντά σε εσωτερικά γλυκά νερά. Ο περιηγητής του Πηλίου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δει την κομψή μαύρη σιλουέτα να στέκεται σε κάποιο παράκτιο βράχο, ή ακόμα να πετάει με μεγάλη ταχύτητα, με την χαρακτηριστική οριζόντια πτήση του λίγο πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και με συνεχή και γρήγορα φτεροκοπήματα. Φωλιάζει σε κοιλότητες κάτω από βράχια ή μεγάλους θάμνους κοντά στην ακτή, σε όλη την Μεσόγειο, καθώς και στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη.
Στην επιστημονική ονομασία του τιμάται ο πατέρας της Βιολογίας, Αριστοτέλης.

Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus)

Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus)

Το Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), ένα μεσαίου μεγέθους γεράκι, αποτελεί το κοινότερο αρπακτικό είδος στην Ελλάδα, καθώς απαντά και φωλιάζει σε πολύ μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, από κρημνούς και φαράγγια μέχρι δέντρα και κτίρια, ακόμα και στο κέντρο μεγάλων πόλεων. Μπορεί να παρατηρηθεί από παράκτιους και αστικούς βιότοπους μέχρι την αλπική ζώνη. Αναγνωρίζεται συνήθως από τη χαρακτηριστική πτήση του όταν αναζητά τροφή στο έδαφος από ύψος, οπότε και στέκεται στον αέρα με επιτόπια φτεροκοπήματα και ανοιχτή σα βεντάλια την ουρά του. Οι επαναλαμβανόμενες τρίλιες της φωνής του σχηματίζουν μία οξεία φωνή, που αποτελεί το χαρακτηριστικό από το οποίο προέρχεται και το επιστημονικό του όνομα (tinnulus = που ακούγεται σαν στριγγλιά).

Αλκυόνα (Alcedo atthis)

Αλκυόνα (Alcedo atthis)

Η αλκυόνα (Alcedo atthis) μεταφέρει με το όνομά της την ιστορία της μυθολογικής Αλκυόνης, κόρης του θεού των ανέμων Αιόλου, και πιστής συζύγου του Κύηκα. Ο μύθος λέει ότι η Αλκυόνη, έχοντας κακό προαίσθημα, προσπάθησε μάταια να αποτρέψει τον αγαπημένο της να πάει με το σκάφος του για ψάρεμα.

Παρακολουθώντας από ένα ψηλό βράχο το σκάφος, το είδε να βυθίζεται στην τρικυμία: απελπισμένη, έπεσε από το βράχο και σκοτώθηκε. Οι θεοί τους λυπήθηκαν και τους μεταμόρφωσαν στα πιό όμορφα πουλιά της θάλασσας, τις αλκυόνες.

Ο Δίας, θέλοντας να προστατέψει την αναπαραγωγή τους, που γίνεται τις δύο τελευταίες βδομάδες του Ιανουρίου, πρόσταξε τον Καιρό να συγκρατεί το θυμό του και το Ήλιο να λάμπει σταθερά. Η μεσοχειμωνιάτικη αυτή καλοκαιρία, τυπική της Ανατολικής Μεσογείου, λέγεται Αλκυονίδες Ημέρες.

Η αλκυόνα είναι πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα. Τρέφεται με μικρά ψάρια, που τα πιάνει εύστοχα, ακόμα και βαθιά στο νερό, χάρις σε ειδικές προσαρμογές υποβρύχιας όρασης.

Μαυροτσικλητάρα (Dryocopus martius)

Μαυροτσικλητάρα (Dryocopus martius)

Η Μαυροτσικλητάρα (Dryocopus martius) είναι ένας μεγάλος δρυοκολάπτης που ζει σε ώριμα δάση της Βόρειας Παλεαρκτικής. Η ευρωπαϊκή εξάπλωσή του απλώνεται από τη Γαλλία έως την Ασία, αφήνοντας έξω την Αγγλία και τη Βόρεια Σκανδιναβία. Είναι επιδημητικό είδος.
Το επιστημονικό όνομά του προέρχεται από το “δενδροκόπος”, ο ξυλοκόπος, και το επίθετο martius, που αναφέρεται στον θεό του πολέμου Άρη και αλληγορεί την ρώμη και την επιθετικότητά του. Το ελληνικό όνομα προκύπτει από τη σύνθεση του λαϊκού ονόματος των δρυοκολαπτών (τσικλητάρες) με τον χαρακτηρισμό του χρώματος.
Ζει κυρίως σε ώριμα δάση κωνοφόρων. Αν και στην Ευρώπη έχει παρατηρηθεί από τα πεδινά μέχρι την αλπική ζώνη, στην Ελλάδα η υψομετρική προτίμησή του ταυτίζεται με το κάτω και το πάνω όριο των δασών, όπως αυτά διαμορφώνονται σε κάθε βουνό.
Τρέφεται με μυρμήγκια και λάρβες ξυλοφάγων εντόμων, που τα μεταφέρει με τη μακριά του γλώσσα, φτάνοντας μέσα στις φωλιές τους στο σάπιο ξύλο με τη βοήθεια του στιβαρού του ράμφους που το χρησιμοποιεί σαν κομπρεσσέρ για να ανοίξει το ξύλο. Το ράμφος, ο λαιμός, η γλώσσα, το κεφάλι και η κρανιακή κοιλότητα έχουν ειδικές προσαρμογές για να ανταπεξέλθουν στο πολύωρο σφυροκόπημα. Οι τρύπες που αφήνει είναι πολύτιμες για άλλα πουλιά και θηλαστικά του δάσους.

Ψευταηδόνι (Cettia cetti)

Ψευταηδόνι (Cettia cetti)

Το Ψευταηδόνι (Cettia cetti) είναι ένα μικρό στρουθιόμορφο, χαρακτηριστικό είδος παρυδάτιων εκτάσεων με υδρόφιλη βλάστηση, καλαμιώνων, καναλιών, πάρκων με τεχνητές λίμνες κ.α. Είναι κατά βάση επιδημητικό είδος, σε χαμηλά υψόμετρα αλλά φτάνει μέχρι και τα 1000 μ. Αν και αρκετά κοινό, είναι δύσκολο να παρατηρηθεί, καθώς δεν ξεπετάγεται εύκολα από τη βλάστηση ενώ και οι μπεζ-καφέ χρωματισμοί του παράγουν αποτελεσματικό καμουφλάζ – πολύ συχνότερα αναγνωρίζεται από το χαρακτηριστικό του κελάηδημα που περιλαμβάνει 2-4 επαναλαμβανόμενες δισύλλαβες κοφτές τρίλιες. Ο (εν μέρει) κοινός βιότοπος με το Αηδόνι και η φωνή του, του προσέδωσαν το κοινό όνομά του, ενώ στο επιστημονικό όνομά του τιμάται ο Ιταλός ζωολόγος του 18ου αιώνα, Francesco Cetti.

Common Raven (Corvus corax)

Κόρακας (Corvus corax)

Ο Κόρακας (Corvus corax) είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος στρουθιόμορφο, φτάνοντας τα 65 εκ. σε μέγεθος. Κυρίως επιδημητικό είδος, αλλά με μεγάλη επικράτεια και περιοχή τροφοληψίας, απαντά κυρίως σε βουνά αλλά και βραχώδεις και άνυδρες περιοχές, γκρεμούς και νησίδες. Είναι πραγματικά παμφάγος, μιας και το διατροφικό του φάσμα εκτείνεται από ψοφίμια και μικρά ζώα μέχρι έντομα, καρπούς και σκουπίδια. Διακρίνεται από την συγγενική – και πολύ πιο κοινή στην Ελλάδα πλέον – Κουρούνα από το ολόσωμο μεταλλικό μαύρο χρώμα του, αλλά και την διαφορετική φωνή του που ακούγεται περισσότερο σαν βαθύ «κλοκ» παρά σαν «κρα» (που είναι η φωνή της κουρούνας). Έχει διαπιστωθεί πως στο είδος αυτό είναι πολύ διαδεδομένη η μονογαμία, με την έννοια δηλαδή δύο άτομα να ζευγαρώνουν εφ’ όρου ζωής, συχνά και στο ίδιο σημείο. Σε πτήση συχνά παρατηρείται ανά ζευγάρια ή μικρές ομάδες 5-10 ατόμων να κάνουν μανούβρες και αερογλιστρήματα. Η κατανομή του είναι παγκόσμια από τις αρκτικές και εύκρατες περιοχές της Ευρασίας και της Β. Αμερικής έως τις ερήμους της Αφρικής και τα νησιά του Ειρηνικού.

Ερπετά και αμφίβια

Από ερπετά και αμφίβια μπορούν να παρατηρηθούν το σπιτόφιδο (Zamenis situla), το αγιόφιδο (Telescopus fallax), ο τυφλίνος (Typhlops vermicularis), η στικτή νεροχελώνα (Emys orbicularis), η μεσογειακή χελώνα (Testudo hermanni), η κρασπεδοχελώνα (Testudo marginata) και αρκετά είδη σαυρών: ο αβλέφαρος (Ablepharus kitaibelii), το σαμιαμίδι (Hemidactylus turcicus), ο Κυρτοδάκτυλος (Mediodactylus kotschyi), η τρανόσαυρα (Lacerta trilineata), η πρασινόσαυρα (Lacerta viridis), ενώ η σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra) συνιστά πάντα μία απρόσμενη συνάντηση, συνήθως σε σκιερές και υγρές θέσεις στο δάσος.

Ελληνικός βάτραχος (Rana graeca)

Ελληνικός βάτραχος (Rana graeca)

Ένα μικρό (μέχρι 9 εκ.) αμφίβιο που απαντάται κατά κανόνα σε ορεινές δασώδεις περιοχές, μέχρι και τα 2000 μ., με ρέματα και γενικώς ψυχρά τρεχούμενα νερά, στα οποία γίνεται η αναπαραγωγή και η ανάπυξη των αυγών και των γυρίνων. Το ανοιχτό καφετί χρώμα του του παρέχει εξαιρετικό καμουφλάζ ανάμεσα στη στρωμνή φυλλοβόλων δέντρων και του εδάφους. Είναι ενδημικό είδος της Βαλκανικής χερσονήσου.

Σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra)

Σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra)

Η σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra) είναι ένα εντυπωσιακό είδος αμφίβιου με εξάπλωση σε σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα εμφανίζεται σε όλη την ηπειρωτική χώρα και τα κοντινά σε αυτή μεγάλα νησιά όπως Εύβοια, Θάσος, Αίγινα, Σαλαμίνα. Δραστηριοποιείται κυρίως τη νύχτα, όταν και κυνηγάει ασπόνδυλα όπως έντομα, αραχνοειδή, γαιοσκώληκες και γυμνοσάλιαγκες. Εάν απειληθεί, εκκρίνει τοξικό υγρό από αδένες που φέρει στο δέρμα, το οποίο μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς εάν έρθει σε επαφή με τα μάτια ή κάποια ανοιχτή πληγή.

Κρασπεδοχελώνα (Testudo marginata)

Κρασπεδοχελώνα (Testudo marginata)

Η κρασπεδοχελώνα (Testudo marginata) ξεχωρίζει εύκολα από τα άλλα ελληνικά χερσαία είδη χελώνας χάρη στο κράσπεδο που δημιουργεί το χέλυο (καβούκι) της. Στην Ελλάδα εξαπλώνεται σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική χώρα εκτός από τις πολύ βόρειες περιοχές και σε αρκετά νησιά, αν και σε κάποια από αυτά μάλλον έχει εισαχθεί από τον άνθρωπο. Εκτός Ελλάδας, απαντά επίσης στα υπόλοιπα Βαλκάνια και στην Ιταλία. Τρέφεται συνήθως με φυτά, αλλά και ασπόνδυλα.

Σπιτόφιδο (Zamenis situla)

Σπιτόφιδο (Zamenis situla)

Το Σπιτόφιδο (Zamenis situla) είναι ένα μικρό σχετικά φίδι (μέχρι 120 εκ.), με λεπτό σώμα και ραβδωτό ή στικτό σχέδιο, καφέ-καστανό σε μπεζ φόντο. Είναι ημερόβιο, αλλά αποφεύγει τις ζεστές ώρες. Συνήθως κινείται αργά και αν δει άνθρωπο δεν τρέπεται σε φυγή, αλλά “παγώνει” και οπισθοχωρεί πολύ αργά. Είναι εντελώς ακίνδυνο και στις Κυκλάδες οι αγρότες το “φιλοξενούσαν” στις αγροικίες για να τρώει τα ποντίκια, που αποτελούν και την κύρια τροφή του. Ζει σε όλη την Ελλάδα, από το ύψος της θάλασσας μέχρι τα 1800μ.

Ασπόνδυλα

Από τα ασπόνδυλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παρουσία ενός είδους λιβελούλας, του Cordulegaster heros, το οποίο εμφανίζεται σε σκιερά ρέματα και περιλαμβάνεται στον Ερυθρό Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (IUCN).