Η ιδιόμορφη τοπογραφία του Πηλίου με τις πολυάριθμες γεωμορφολογικές εξάρσεις και υφέσεις, σε συνδυασμό με την επιρροή του παράκτιου ήπιου κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την μεγάλη ποικιλότητα της βλάστησης.
Η παρουσία τοπικών μικροκλιμάτων σε θέσεις διαφορετικού προσανατολισμού και συνθηκών υγρασίας, θερμοκρασίας και φωτοπεριόδου, ευνοεί την ανάπτυξη πολυάριθμων φυτικών ειδών σε σχέση με τον περιορισμένο γεωγραφικά τόπο.
Στο ανάπτυγμα της χερσονήσου, από τον Πουριαμό Σταυρό μέχρι το Τρίκερι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πολλά είδη δέντρων και μεγάλων θάμνων να αναπτύσσονται και να ευδοκιμούν σε τοποθεσίες εκτός των προκαθορισμένων ορίων ανάπτυξής τους, όπως σε χαμηλότερα ή ψηλότερα υψόμετρα.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η εμφάνιση της οξιάς σε χαμηλές για τις απαιτήσεις της θέσεις, όπως επίσης και η θαλερότης των οπωροφόρων λίγα μέτρα ψηλότερα της θάλασσας.
Ωστόσο η τυπική ζωνοποίηση της βλάστησης της βιογεωγραφικής ζώνης διατηρείται σε μεγάλο βαθμό. Τα περισσότερο ξηρανθεκτικά και θερμόβια αειθαλή φυτικά είδη καταλαμβάνουν τα χαμηλότερα υψόμετρα και τις παραθαλάσσιες τοποθεσίες με επικρατέστερα το πουρνάρι, την αριά, το κέδρο και το σχίνο. Τα μεσαία και μεγαλύτερα υψόμετρα καταλαμβάνουν τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα με περισσότερες απαιτήσεις σε υγρασία και θρεπτικά στοιχεία. Έτσι, μέχρι και στιςδασωμένες ή περισσότερο βραχώδεις κορυφές συναντάμε οξιές, οστριές και φράξους.
Ένα από τα πρώτα χαρακτηριστικά που παρατηρεί ο επισκέπτης είναιοι πολλές εκτεταμένες και περιποιημένες καλλιέργειες καρποφόρων και οι ελαιώνες. Καλλιεργούνται μήλα, κάστανα, ροδάκινα, λεμόνια, αμύγδαλα, καρύδια και αρωματικά φυτά τα οποία αποτελούν για πολλές οικογένειες αποκλειστικό αντικείμενο απασχόλησης και κύρια πηγή εισοδήματος. Εάν είναι κανείς τυχερός και επισκεφτεί την ευρύτερη περιοχή του Πηλίου κατά την περίοδο της συγκομιδής, θα έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τον εργασιακό «πυρετό» και να δει τις ανυπολόγιστες ποσότητες καρπών της εύφορης αυτής γης. Η μελισσοκομία αποτελεί ακόμα μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα για την τοπική κοινωνία και τα προϊόντα της τα προμηθεύεται κανείς εύκολα από τοπικές ομάδες, όπως τους αγροτικούς συνεταιρισμούς γυναικών, που παράγουν επίσης και άλλα μοναδικά παρασκευάσματα της τοπικής κουζίνας.
Η βλάστηση του Πηλίου παραμένει πλούσια καθόλη τη διάρκεια του έτους λόγω της μίξης των φυτικών ειδών, εκ των οποίων πολλά με αντοχή σε ένα μεγάλο φάσμα κλιματικών συνθηκών. Έτσι, κατά τους θερινούς μήνες, υπάρχει πάντα σκιά και δροσιά κάτω από την πλούσια κώμη των γηραιότερωνκαρποφόρων που στολίζουν τα χωριά και τα μονοπάτια.
Αντίστοιχα, το φθινόπωρο το δάσος «εκμεταλλεύεται» και την τελευταία ακτίνα φωτόςπου διεισδύει από τη λιγότερο πυκνή πλέον κομοστέγη στο εσωτερικό του για να το ζεστάνει. Ιδιαίτερα κατά τους μήνες αυτούς, τα χρώματα του τοπίου είναι μοναδικά λόγω της παρουσίας των φυλλοβόλων πλατύφυλλων όπως της οξιάς και της οστριάς, που απεκδύονται για να υποδεχθούν την παγωνιά του χειμώνα και το χιόνι. Τότε το Πήλιο αποτελεί και πάλι έναν ιδανικό προορισμό καθώς ο επισκέπτης, εκτός από τη φυσική ομορφιά, καλείται και από τους φιλόξενους ξενώνες μέσα στο χιονισμένο τοπίο.
Σημαντικό ποσοστό της συνολικής βλάστησης καταλαμβάνουν και οι παρόχθιες φυτοκοινωνίες, οι οποίες αναπτύσσονται εντός και πλησίον των ρεμάτων με μόνιμη ή περιοδική ροή, κατά μήκος των κοιλάδων. Κυριότερα είδη παρόχθιας βλάστησης στο Πήλιο είναι ο πλάτανος, το σκλήθρο, η λεύκα, η ιτιά, η αγριοκουμαριά και σπανιότερα συναντάμε τη λυγαριά.
Πιο συγκεκριμένα,οι κυριότεροι τύποι βλάστησης που εμφανίζονται στην περιοχή είναι οι εξής:
Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης
Η ζώνη αυτή καταλαμβάνει τα χαμηλότερα επίπεδα της περιοχής, ξεκινώντας από το επίπεδο της θάλασσας. Περιλαμβάνει ξηρανθεκτικά και φωτόφιλα είδη, με κυριότερα το πουρνάρι, την αριά και το κέδρο που σχηματίζουν αμιγείς ή μικτούς θαμνώνες φρυγανικής μορφής. Επιπλέον στο Πήλιο συναντάμε την κουμαριά, το σπάρτο, την αγριελιά, την κοκκορεβυθιά, το φιλλύκι, τη δάφνη,τη μυρτιά, το θυμάρι, το θρούμπι και άλλους αρωματικούς θάμνους. Η ζώνη αυτή αναφέρεται συχνά με το ομαδικό όνομα μακκία ή μακκί.
Τα παραπάνω φυτικά είδη είναι εξοπλισμένα με ελαιοφόρους αδένες που εξυπηρετούν τον πολλαπλασιασμό τους και την άμυνά τους απέναντι στις εξωτερικές απειλές.
Περπατώντας ανάμεσά τους μπορεί κανείς να απολαύσει τα μεσογειακά αρώματα και τις τραχείες υφές τους, πάντα με φόντο τη θάλασσα τα γραφικά χωριά του Πηλίου.
Πολύ συχνά θα συναντήσουμε κατά μήκος των πεζοπορικών διαδρομών εδώδιμα φυτά, δέντρα ή θάμνους με βρώσιμους καρπούς που προσθέτουν μια άλλη διάσταση στην επίσκεψή μας στην περιοχή. Μερικά από αυτά είναι η καστανιά, η καρυδιά, η κουμαριά, η βατομουριά, το μύρτιλο, η κρανιά και φυσικά οι εκτενείς οπωρώνες. Τα τρυφερά βλαστάρια της κοκορεβυθιάς συλλέγονται και σερβίρονται σχεδόν παντού στο Πήλιο ως τουρσί με την ονομασία τσιτσίραβλα.
Παραµεσογειακή ζώνη βλάστησης
Σε μεγαλύτερα υψόμετρα, τη θέση των ανθεκτικών φυτών στο ξηρό μεσογειακό κλίμα παίρνουν τα δασικά είδη που χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία του Πηλίου.Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης περιλαμβάνει δάση πλατύφυλλης και χνοώδους δρυός και δάση καστανιάς. Σε υγρότερες θέσεις συναντάμε συστάδες περισσότερο ψυχρόβιων ειδών όπως της οξιάς καθώς εκμεταλλεύονται τα γόνιμα εδάφη με ελαφρώς όξινη αντίδραση και τις ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας. Μεγάλο τμήμα της φυσικής βλάστησης στη ζώνη αυτή έχει δώσει τη θέση του στις εκτεταμένες δεντροκαλλιέργειες μηλιάς και τους παραγωγικούς καστανεώνες. Εντός της ζώνης, στις υγρότερες θέσεις μπορεί να εμφανιστούν εξωζωνικά συστάδες οξιάς, εκμεταλλευόμενες τις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες.
Πάνω από την παραμεσογειακή ζώνη, τη σκυτάλη παίρνουν τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα με αντοχή στις ψυχρότερες συνθήκες και τη μεγαλύτερη υγρασία. Συγκεκριμένα, η ζώνη αυτή αφορά κυρίως στα αμιγή δάση οξιάς που φτάνουν μέχρι και τις περισσότερες κορυφές. Ανάλογα με την ποιότητα τόπου και το ιστορικό της ανθρώπινης παρέμβασης, εμφανίζεται σε διάφορα στάδια διαδοχής, σχηματίζοντας δάση ποικίλης μορφής ύψους, ζωτικότητας και δομής. Στα καλύτερα περιβάλλοντα, εκεί που το έδαφος είναι βαθύ και γόνιμο, δημιουργούνται εντυπωσιακά υψηλά σκιερά δάση οξιάς, που προσομοιάζουν φυσιογνωμικά αντίστοιχα δάση της Κεντρικής Ευρώπης. Το έδαφος αυτών των δασών είναι μόνιμα καλυμμένο από παχιές στρώσεις των συσσωρευμένων πεσμένων φύλλων της οξιάς, τον λεγόμενο δασικό τάπητα, ο οποίος αν και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη άλλων φυτών, αποτελεί άριστο βιότοπο για την ανάπτυξη μανιταριών, εντόμων και αραχνοειδών.
Ανάμεσα στους λιγοστούς θάμνους του ορεινού δάσους, το πλέον αξιοσημείωτο είδος στο Πήλιο είναι το αρκουδοπούρναρο. Πρόκειται για ένα αειθαλές μικρό δέντρο, με χαρακτηριστικά σκληρά, γυαλιστερά φύλλα, τα οποία συνήθως φέρουν αγκάθια στις παρυφές τους. Οι κατακόκκινοι καρποί του που ωριμάζουν καταμεσής του χειμώνα, το έχουν συνδέσει στενά με την περίοδο των Χριστουγέννων, όταν και χρησιμοποιούνται μόνοι τους ή σε συνθέσεις με τα φύλλα ως στολίδι. Η εμπορία κλάδων και καρπών αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για τους τοπικούς πληθυσμούς.
Μέσα στη ζώνη της οξιάς, συναντάμε συστάδες με αγριόλευκες (Populus tremula) και αιγοϊτιές (Salix caprea). Κατά θέσεις, υπάρχουν αναδασώσεις με μαύρη πεύκη (Pinus nigra), ένα είδος ορεινής πεύκης, του οποίου η φυσική κατανομη δεν φτάνει στο Πήλιο, αλλά και εδώ, όπως και σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα, χρησιμοποιείται ευρέως για αναδασώσεις με σκοπό την προστασία του εδάφους από τη διάβρωση και την αισθητική βελτίωση του τοπίου.
Η περιπλάνηση στα δάση της οξιάς αλλά και στα μικτά δάση όλου του Πηλίου είναι μια μαγευτική εμπειρία ανεξάρτητα από την εποχή του έτους, τις συνθήκες ηλιοφάνειας ή το μέγεθος της πορείας που θα ακολουθήσουμε.Ο επισκέπτης πρέπει μόνο να επιστρατεύσει όλες του τις αισθήσεις.