Η χλωρίδα του Πηλίου
Το Πήλιο καλύπτεται από μια θαλερή, σχεδόν οργιώδη στα χαμηλά και μέσα υψόμετρα, βλάστηση. Μέσα στον ψηλό θαμνώνα και τις πυκνές λόχμες, κρύβονται όλα εκείνα τα φυτά για τα οποία η περιοχή φημίζεται από την αρχαιότητα: τα αρωματικά και φαρμακευτικά είδη της ευμεσογειακής ζώνης, που κατά τη μυθολογία τα συνέλεγε και τα επεξεργαζόταν ο σοφός θεραπευτής Κένταυρος Χείρων. Ακόμα και σήμερα, οι ντόπιοι καλλιεργούν ή ξέρουν να μαζέψουν πολλά αρωματικά φυτά ή άλλα βότανα, αναδεικνύοντας τον πλούτο της Πηλιορείτικης φύσης.
Από την πλευρά της βοτανικής επιστήμης, η χλωρίδα του Πηλίου δεν έχει µελετηθεί συστηµατικά στο σύνολό της. Μια σύνθεση των µέχρι τώρα γνωστών στοιχείων ανεβάζει την ποικιλία της χλωρίδας του συγκροτήματος στα 620 είδη και υποείδη φυτών, αριθμός που αν και δεν είναι εντυπωσιακός, δείχνει τη συνάφεια της περιοχής με την ευρύτερη βιογεωγραφική ενότητα.
Προφανώς, η έλλειψη μεγάλων ασβεστολιθικών σχηματισμών και η απουσία της ανώτερης υψομετρικά ζώνης, που συνεισφέρει στην βιοποικιλότητα των μεγάλων ορεινών βουνών, εξηγούν τον συγκρατημένο αυτόν αριθμό.
Για τον πεζοπόρο, ωστόσο, η εκρηκτική Άνοιξη του Πηλίου χαρίζει μια μοναδική ευκαιρία γνωριμίας με τα φυτά της μεσογειακής ζώνης. Τα φρυγανικά οικοσυστήματα και οι εκτεταμένοι θαμνώνες κρύβουν μια εντυπωσιακή ποικιλία από ορχιδέες, ενώ στους μικρούς βραχώνες του Νοτίου Πηλίου θα βρούμε πολλά βολβώδη είδη.
Το Φθινόπωρο είναι συνήθως ήπιο και δίνει την ευκαιρία στα κίτρινα κρινάκια να στολίσουν τα δρομάκια και τα παλιά κτήματα. Στα λιβάδια και τους βραχώνες, το φθινόπωρο μοιάζει με μια δεύτερη Άνοιξη, καθώς ξεδιπλώνει τα κυκλάμινα (Cyclamen graecum) και τους φθινοπωρινούς κρόκους και κολχικά, όπως το εντυπωσιακό Colchicum bivonae.
Όσον αφορά στα είδη περιορισμένης γεωγραφικά εξάπλωσης ή αλλιώς ενδημικά είδη, το Πήλιο φιλοξενεί ένα τοπικό ενδημικό υποείδος, την Soldanella chrysosticta subsp. pelia, ένα φυτό ακριβοθώρητο και σπάνιο, με όμορφα μωβ άνθη που εμφανίζεται κοντά σε μόνιμα υγρές θέσεις σε σκιερά δάση οξιάς. Επιπλέον, στο Πήλιο από τα στοιχεία που είναι γνωστά µέχρι σήµερα, υπάρχουν 23 Ελληνικά ενδηµικά, 26 Βαλκανικά ενδηµικά και 29 υποβαλκανικά ενδηµικά, δηλαδή είδη και υποείδη που εμφανίζονται στα Βαλκάνια και σε μία ακόμη γειτονική περιοχή.
Ελληνικά ενδημικά είδη της χλωρίδας του Πηλίου
Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται τα Ελληνικά ενδημικά είδη και υποείδη που αναφέρονται από το Πήλιο.
Berberis cretica | Alkanna graeca subsp. baeotica |
Campanula incurva | Cerastium candidissimum |
Dianthus haemetocalyx subsp. pruinosus |
Petrorhagia armerioides |
Silene linoides | Centaurea pelia |
Chondrilla ramosissima | Crepis hellenica |
Scorzonera crocifolia | Erysimum microstylum |
Malcolmia graeca subsp. hydraea |
Pterocephalus perennis subsp. perennis |
Euphorbia deflexa | Ebenus sibthorpii |
Cyclamen graecum | Soldanella pelia |
Nigella arvensis subsp. aristata |
Odontites linkii |
Verbascum mallophorum | Veronica chamaedrys subsp. chamaedryoides |
Alkanna graeca subsp. baeotica
Η Alkanna graeca subsp. baeotica είναι ένα ενδημικό υποείδος της χώρας μας, με εξάπλωση στη Νότια και Κεντρική ηπειρωτική χώρα. Το βρίσκουμε σε βράχια και πετρώδεις θέσεις. Είναι ένα πολυετές φυτό που φέρει το χαρακτηριστικό τρίχωμα της οικογένειας των Boraginaceae.Τα κίτρινα άνθη της εμφανίζονται από το Μάρτιο και η ανθοφορία μπορεί να διαρκέσει μέχρι τον Ιούνιο.
Malcolmia graeca
Ένα μικρό φυτό, που το ξεχωρίζουμε ανάμεσα στα ασβεστολιθικά βράχια χάρις στο ελκυστικό βιολετί χρώμα του. Είναι από τα πρώιμα ανοιξιάτικα φυτά: στο Νότιο Πήλιο τα πρώτα φυτά ανθίζουν στα τέλη Μάρτη. Το φυτό δεν ξεπερνά τα 10 εκατοστά. Το υποείδος Malcolmia graeca ssp. hyrdaea είναι ελληνικό ενδημικό είδος.
Scorzonera crocifolia
Η Scorzonera crocifolia είναι ένα ψηλό φυτό με κίτρινα σύνθετα λουλούδια, κοινό σε διαταραγμένα εδάφη, θαμνώνες και φρύγανα από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1400 μ. Είναι ενδημικό της Νότιας Ελλάδας.
Cerastium candidissimum
Επίσημα λέγεται Κεράστιο το πάλλευκο. Το αγγλικό κοινό όνομά του είναι “Greek Snow-in-summer”, που σημαίνει το “ελληνικό καλοκαιριάτικο χιόνι” και αναφέρεται στην εντύπωση χιονιού που δημιουργεί όταν το βλέπουμε από μακριά να σχηματίζει ένα λευκό μαξιλάρι γύρω από τους βράχους. Είναι τυπικό φυτό των ελληνικών βουνών. Κάθε φυτό έχει ισχυρό και βαθύ ριζικό σύστημα και αναπτύσσει μια μεγάλη ομάδα βλαστών, πάνω στους οποίους ανθίζει ένα κατάλευκο άνθος. Το βρίσκουμε σε πετρώδεις πλαγιές, από ξέφωτα της μέσης ζώνης μέχρι τα υποαλπικά λιβάδια, σε υψόμετρα από 600 έως 2300 μ.
Ελληνικό κυκλάμινο (Cyclamen graecum)
Το Ελληνικό κυκλάμινο (Cyclamen graecum) είναι είδος της κεντρικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου, των νησιών του Αιγαίου, της Κρήτης, της βόρειας Κύπρου και των ακτών της νότιας Τουρκίας. Το όνομα του γένους προέρχεται από την ιδιόμορφη ανάπτυξη του βλαστού πάνω από τον κόνδυλο, που ξεκινά με μορφή σπείρας (cycle=κύκλος) και σταδιακά ανοίγει και υψώνεται. Είναι από τα κοινότερα φυτά στην Ελλάδα και τυπικά ανθίζει το φθινόπωρο σε όλες τις πετρώδεις περιοχές, σε ένα μεγάλο υψομετρικό εύρος. Τα άνθη είναι εντελώς χαρακτηριστικά: είναι γυρισμένα προς τα κάτω, ρόδινα, με πέντε πέταλα γύρω από μια ολοστρόγγυλη στεφάνη. Τα φύλλα βγαίνουν προς το τέλος της ανθοφορίας και κρύβουν τον μεγάλο, τραχύ, κόνδυλο.
Euphorbia deflexa
Μια γαλατσίδα με χαμηλή θαμνώδη μορφή, που μπορεί να ποικίλει σημαντικά ως προς μέγεθος. Έχει λείους βλαστούς και φύλλα, που μπορεί αν εμφανίζονται ως έρποντες ή πιο όρθιοι. Το ανθικό σύμπλεγμα (κυάθιο) που εμφανίζεται στην κορυφή των βλαστών έχει 2 ρομβοειδή βράκτια στη βάση του, που το περικλείουν. Πρόκειται για ενδημικό είδος της Ελλάδας, αρκετά διαδεδομένο, που εξαπλώνεται μεγάλο υψομετρικό εύρος. Θα την δούμε να αναπτύσσεται σε πετρώδεις θέσεις, τόσο σε λιβάδια, αλλά και σε περιοχές με αραιή βλάστηση.
Ebenus sibthorpii
Ο Έβενος του Σίμπθορπ (Ebenus sibthorpii), αφιερωμένος στον Άγγλο βοτανικό Σίμπθορπ, είναι ένας εντυπωσιακός εκπρόσωπος του γένους των Ebenus, στενός φίλος των πετρότοπων των νότιων ελληνικών βουνών. Τον συναντάμε, άλλοτε ως χαμηλά, έρποντα φυτά στις κατάξερες βράχινες κόψεις των κορυφών και άλλοτε ως ογκώδεις θάμνους, στις ηλιόλουστες πλαγιές της μέσης υψομετρικά ζώνης. Χωρίς να είναι σπάνιο, είναι ωστόσο ένα χαρακτηριστικό ελληνικό ενδημικό είδος με εξάπλωση που περιορίζεται στο Πήλιο, καθώς και στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου και των Κυκλάδων, ενώ θα τον βρούμε σε όλα τα μεγάλα βουνά της Αττικής.
Γλυκαγκαθιά (Berberis cretica)
Γνωστή και ως λουτσιά ή γλυκαγκαθιά, η Berberis cretica είναι ένας έντονα αγκαθωτός χαμηλός πολύκλαδος θάμνος. Εμφανίζεται σε υψόμετρα άνω των 1000 μ., φθάνοντας αρκετές φορές μέχρι τα 1800 μ., μέσα σε δάση ή σε ανοιχτές θέσεις της “αλπικής” ζώνης. Η εξάπλωσή της είναι σχετικά μικρή, περιλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, την Κύπρο και την Δυτική και Νότια Ανατολία. Ο καρπός της χρησιμοποιείται για την παρασκευή μαρμελάδων, ενώ κατά το παρελθόν, η ρίζα της χρησίμευε για την παρασκευή βαφής για υφάσματα.
Crepis hellenica
Ένα πολύ κοινό είδος του μεγάλου γένους των Crepis. Πολυάριθμο κατά τόπους, στολίζει με τα λουλούδια του τα περιθώρια δρόμων. Στο τέλος της ανθοφορίας, τα κύπελλα των ανθέων του γεμίζουν με “κλέφτες”.
Nigella arvensis
Μία χαμηλή ετήσια πόα, με αρκετά εντυπωσιακό ανθικό σχηματισμό: τον ρόλο των πετάλων έχουν τα 5 διαφοροποιημένα ασπρο-πράσινα σέπαλα, με πεπλατυσμένο κυρίως τμήμα που στενεύει στα άκρα, ενώ στο μέσο του άνθους συνωστίζονται οι πολυάριθμοι στήμονες που περικλείονται από τα συρρικνωμένα κυρτά πέταλα. Σε συνδυασμό με τα βαθιά πολυσχιδή φύλλα με τα πολύ στενά έως γραμμοειδή τμήματα, η όψη του φυτού είναι απαραγνώριστη. Το υποείδος Nigella arvensis ssp. aristata είναι ενδημικό της Ελλάδας.
Campanula incurva
Η καμπανούλα η κυρτή (Campanula incurva) είναι ενδημική της Ελλάδας. Η εξάπλωσή της περιλαμβάνει τη Θεσσαλία, τη Βόρειοκεντρική Ελλάδα, καθώς και κάποια νησιά του Αιγαίου. Αναπτύσσεται σε βραχώδεις θέσεις, ξεπροβάλλοντας μέσα από τις σχισμές. Αν και ο συνηθισμένος χρόνος άνθισής της είναι το καλοκαίρι, συχνά εμφανίζεται να εκπτύσσει τα φουσκωτά κωδωνοειδή της άνθη το Νοέμβρη ή το Δεκέμβρη.Ένα πολύ κοινό είδος του μεγάλου γένους των Crepis. Πολυάριθμο κατά τόπους, στολίζει με τα λουλούδια του τα περιθώρια δρόμων. Στο τέλος της ανθοφορίας, τα κύπελλα των ανθέων του γεμίζουν με “κλέφτες”.
Pterocephalus perennis
Ένας χαμηλού ύψους πολυετής θάμνος με έρποντες βλαστούς και φύλλωμα που σχηματίζουν τάπητα. Την περίοδο της άνθισης, εμφανίζει μία χαρακτηριστική εικόνα που θα συναντήσουμε σε αρκετές ορεινές διαδρομές: οι ιώδεις πυκνές ταξιανθίες αναπτύσσονται σαν μικρά διάσπαρτα κεφάλια πάνω στην επιφάνεια του θάμνου.
Όταν πέφτουν τα πέταλα, τα κεφάλια περικλείονται από τους μακριούς χνουδωτούς κάλυκες που θυμίζουν φτερά, μία εικόνα που πιθανότατα ενέπνευσε τους βοτανικούς για να ονομάσουν το γένος. Στο Πήλιο συναντάμε το ελληνικό ενδημικό υποείδος ssp. perennis.
Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά του Πηλίου
Ελληνική ρίγανη (Origanum vulgare)
Η ρίγανη είναι ασφαλέστατα ένα από τα πλέον διάσημα και πολυχρησιμοποιημένα βότανα της ελληνικής γης. Αποτελεί ένα από τα κυριότερα αρτυματικά της ελληνικής και διεθνούς κουζίνας, ενώ έχει διαπιστωθεί η ιδιότητά του να αυξάνει την όρεξη στον άνθρωπο.
Επιπρόσθετα, τα αιθέριο έλαια της ρίγανης, πλούσια στις φαινολικές ενώσεις καραβακρόλη και θυμόλη (που τηε δίνουν την χαρακτηριστική οσμή), εμφανίζουν αντιμικροβιακή, αντιοξειδωτική και σπασμολυτική δράση και σκευάσματα από ρίγανη εφαρμόζονται σε σημαντικό εύρος διαταραχών (αναπνευστικές, γαστρεντερικές, ουροποιητικές, δερματικές κ.α.). Με διάφορες μορφές μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξωτερικά σε αποστήματα, αιμορροΐδες και πληγές.
Λυχναράκι (Ballota acetabulosa)
Το Λυχναράκι (Ballota acetabulosa) είναι πολύ διαδεδομένο στο Λυκαβηττό, κυρίως κοντά σε βράχια, και στεγνά εδάφη. Οφείλει το λαϊκό όνομά του στο ότι στα χωριά, οι κάλυκές του, οι οποίοι σχηματίζονται από τα σέπαλα, το πράσινο μέρος του λουλουδιού, μετά την απάνθιση, μαζεύονταν, ξηραίνονταν και τα χρησιμοποιούνταν ως φυτιλάκια στα λυχνάρια και καντήλια.
Τα μέρη του φυτού έχουν αντιφλεγμονώδεις, αντιαλλεργικές και αντιμικροβιακές ιδιότητες, ενώ εκχυλίσματα χρησιμοποιούνται για την επούλωση πληγών και δερματιές παθήσεις, όπως ο έρπης. Συστατικά του βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στην Ομοιοπαθητική.
Κολλητσίδα (Galium aparine)
Ο ψηλός, τριχωτός και κολλώδης βλαστός του Galium aparine φέρει ακτινωτά τα επίσης τριχωτά φύλλα και ανάμεσά τους τα πολύ μικρά, λευκά άνθη. Το φυτό έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα και το συναντάμε σε σκιερές γωνιές, σε διαταραγμένα εδάφη και αναδασωμένες θέσεις. Το φυτό περιέχει συστατικά που έχουν αντιπυρετικές, αντισηπτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και τονώνουν την καρδιά και το κυκλοφορικό σύστημα.
Πλουμβάγο (Plumbago europaea)
Το πλουμβάγο ή μολύβδαινα (Plumbago europaea) είναι ένα αρκετά κοινό είδος της Μεσογειακής λεκάνης. Πολυετές και πολύβλαστος ημίθαμνος που μπορεί να φτάσει σε ύψος το 1 μ., ομορφαίνει με τα πολυάριθμα μωβ-λιλά άνθη του ξέφωτα δασών, ακαλλιέργητους αγρούς και άλλες ανοιχτές ή διαταραγμένες θέσεις. Το λατινικό του όνομα προέρχεται από την λατινική ονομασία του μολύβδου, καθώς κατά την αρχαιότητα πιστευόταν πως το φυτό μπορεί να χρησιμεύσει ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από αυτό το μέταλλο, ενώ γενικότερα θεωρείται ότι έχει αντιφλεγμονώδεις, αντιβακτηριακές, αντιμυκητιακές και αντιμικροβιακές ιδιότητες. Από την λαϊκή ιατρική χρησιμοποιείται κυρίως σε αποστήματα και δερματικές παθήσεις.
Ζοχός (Sonchus oleraceus)
Ο ζοχός (Sonchus oleraceus) είναι μεγάλο φυτό με έναν κεντρικό βλαστό, από τον οποίο αποκλίνουν κλαδίσκοι με πλατιά οδοντωτά φύλλα. Ο βλαστός περιέχει έναν οπό σαν γάλα (γι’ αυτό και σε κάποιες περιοχές ο ζοχός είναι γνωστός ως γαλατσίδα, δεν πρέπει ωστόσο να συγχέεται με τις τυπικές γαλατσίδες του γένους Euphorbia). Τον βρίσκουμε σε μεγάλους αριθμούς σε παλιά χωράφια, πετρότοπους, μάντρες και βραχώδη κράσπεδα. Τα μικρά κίτρινα άνθη σχηματίζουν κεφάλια που περιβάλλονται από επιμήκη βράκτια.
Ο ζοχός είναι από τα πιο γνωστά εδώδιμα φυτά. Τα ζοχιά, όπως λέγονται τα φύλλα με τους νεαρούς, τρυφερούς, βλαστούς, είναι βασικό συστατικό σε παραδοσιακές πίτες και σαλάτες. Πιστεύεται ότι ο ζωμός του ζοχού, αρτυμένος με λεμόνι, κάνει γενικώς καλό στον ανθρώπινο οργανισμό.
Το φυτό χρησιμοποείται στην διατροφή και την λαϊκή ιατρική από την αρχαιότητα χάρη στις αντισηπτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιμικροβιακές ιδιότητές του, ενώ θεωρείται ότι έχει και εμμηναγωγή δράση.
Κρητική λαδανιά (Cistus creticus)
Η λαδανιά (Cistus creticus) είναι από τα πιό διαδεδομένα φυτά της ζώνης των φρυγάνων. Αγαπά τα ανοιχτά και ηλιόλουστα μέρη σε πετρώδεις θέσεις με φτωχά, κυρίως ασβεστολιθικά ή ψαμμιτικά εδάφη. Το φυτό είναι πολύκλαδο, με χαρακτηριστικά παχιά, ρυτιδιασμένα φύλλα και μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο σε ύψος. Τα ροδόχρωμα άνθη του ανοίγουν από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Όπως και τα άλλα είδη του γένους Cistus, ο βλαστός και τα φύλλα της Κρητικής λαδανιάς περιέχουν μια ρητινική αρωματική ύλη, το λάδανο, που έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ουσίες με αντιμικροβιακή και αντιοξειδωτική δράση. Σε μορφή ροφήματος ανακουφίζει το στομάχι και γενικά το πεπτικό σύστημα, σε μορφή πολτού των φύλλων εφαρμόζεται σε διάφορες μολύνσεις, ενώ σε μορφή λαδιού χρησιμοποιείται σε επαλείψεις. Λαμβάνεται επίσης εσωτερικά για τη θεραπεία της καταρροής, της διάρροιας και ως εμμηναγωγό. Το λάδανο έχει επίσης πολύ ευχάριστο άρωμα και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Η Cistus creticus είναι η κατ’ εξοχήν λαδανιά από την οποία συλλέγεται το λάδανο.
Βαλσαμόχορτο (Hypericum perforatum)
Το Hypericum perforatum φυτρώνει σε πετροπλαγιές, φρύγανα και παλιά χωράφια, σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά “όπλα” της λαϊκής ιατρικής και δεν λέγεται τυχαία “βάλσαμο” ή “βαλσαμόχορτο”. Ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης το αναφέρουν ως διουρητικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό, ενώ σε όλη την αρχαιότητα χρησιμοποιείτο ως επουλωτικό στις πληγές από τα σπαθιά – εξ ου κι η ονομασία του “σπαθόχορτο”. Στη σύγχρονη ιατρική χρησιμοποιείται κυρίως ως βοηθητικό για την ήπια και μέτρια κατάθλιψη και κατά της αϋπνίας. H πιο σημαντική δραστική ουσία του βαλσαμόχορτου είναι η υπερικίνη, η οποία βρίσκεται σε ολόκληρο το φυτό και με κατάλληλη κατεργασία δίνει το βαλσαμέλαιο.
Lavandula stoechas
Ο θάμνος αυτός αποτελεί την αυτοφυή Μεσογειακή λεβάντα, που συναντάται σε ξηρές θερμές τοποθεσίες, αλλά καλλιεργείται και σε αξιόλογη κλίμακα ως καλλωπιστικό και για το εξαιρετικό αιθέριο έλαιό του. Θα την αναγνωρίσουμε εύκολα από την απαράμιλλη ταξιανθία της, η οποία φέρει ένα κύπελλο αποτελούμενο από βράκτια σκούρου μωβ χρώματος, στην κορυφή του οποίου αναπτύσσονται τα ιώδη άνθη. Αυτός ο ανθικός σχηματισμός βρίσκεται στην κορυφή όρθιων βλαστών που φτάνουν τα 80 εκ. σε ύψος και καλύπτονται από μακρόστενα (βελονοειδή) γκριζοπράσινα χνουδωτά φύλλα.
Είναι ένα από τα σπουδαιότερα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά της Μεσογείου, με αναρίθμητες εφαρμογές στην πρακτική ιατρική, όπως ως ηρεμιστικό και αγχολυτικό, κατά της αϋπνίας, της βρογχίτιδας και του βήχα, ως ανακουφιστικό ποικίλων δερματικών παθήσεων, για τους ρευματισμούς, τους στομαχόπονους κλπ.
Μολόχα (Malva sylvestris)
Η μολόχα είναι ένα από τα κοινότερα και πιο αναγνωρίσιμα είδη της ελληνικής χλωρίδας. Είναι ένα ποώδες είδος που συχνά ωστόσο φτάνει σε ύψος έως και πάνω από 1 μ. Έχει σχετικά μεγάλα άνθη που τραβούν την προσοχή με τις εναλλαγές χρωματικών τόνων ανάμεσα σε ροζ και μωβ και αναπτύσσονται κατά μήκος του στιβαρού βλαστού. Θα το δούμε να αναπτύσσεται σε μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, πολύ συχνά σε ημι-φυσικούς βιοτόπους, όπως κοντά σε κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, σε περιθώρια δρόμων και χέρσους αγρούς. Είναι αξιόλογο μελισσοκομικό φυτό. Έχει υπάρξει ένα εξαιρετικά ωφέλιμο φυτό, με πολλαπλές χρήσεις από την αρχαιότητα, τόσο ως βρώσιμο λαχανικό, αλλά βασικά ως φαρμακευτικό, κυρίως για εξωτερική εφαρμογή στο δέρμα ως καταπραϋντικό σε τσιμπήματα εντόμων και ερεθισμούς (π.χ. από τσουκνίδες). Εκτός από τις δερματικές εφαρμογές, χρησιμοποιείται επίσης για προβλήματα του στομάχου, εσωτερικές μολύνσεις, κατά του βήχα και ως διουρητικό.
Ορχιδέες του Πηλίου
Πέραν των πιο πάνω κοινών ή τοπικών ειδών, μια ομάδα φυτών που προσελκύει το ενδιαφέρον τόσο των φυσιολατρών, όσο και των βοτανικών, είναι οι ορχιδέες. Η ξεχωριστή δομή του φυτού, με την εντυπωσιακή ταξιανθία που λάμπει μέσα στο τοπίο, καθώς και το ιδιόμορφο άνθος, σχεδόν προκαλούν την προσοχή του πεζοπόρου. Θα συναντήσουμε τον μεγαλύτερο πλούτο σε είδη, αλλά και σε πληθυσμούς, στη ζώνη του θαμνώνα και των φρυγάνων, από το ύψος της θάλασσας έως και τις παρυφές του ορεινού δάσους. Φτωχότεροι σε ποικιλία ορχιδεών είναι οι δασικοί οικότοποι του Πηλίου, όπου θα βρούμε είδη που προτιμούν ή είναι ανεκτικά στη σκιά των μεγάλων φυλλοβόλων.
Himantoglossum robertianum
Το Himantoglossum robertianum (παλιότερα λεγόταν Barlia robertiana) είναι ένα εντυπωσιακού μεγέθους, πολύ διαδεδομένο στα χαμηλά υψόμετρα και ιδίως στις παράκτιες περιοχές ορχεοειδές. Φυτρώνει σε μικρές ομάδες, αλλά έχει τοπική παρουσία. Το φυτό αναγνωρίζεται εύκολα από το μεγάλο μέγεθος και την πυκνή ταξιανθία. Ανθίζει πολύ νωρίς την άνοιξη, κυρίως σε ασβεστολιθικά εδάφη και ανοιχτούς οικοτόπους, αν και μπορεί να βρεθεί σε φωτεινό δάσος ή και σε παλιούς ελαιώνες.
Βασικά είναι είδος της περιμεσογειακής ζώνης, αλλά έχει διαπιστωθεί ότι επεκτείνει την ζώνη εξάπλωσής του προς τα βόρεια (πρόσφατα καταγράφηκε στη Νότια Γαλλία), πιθανά ως αποτέλεσμα της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας και της κλιματικής αλλαγής.
Orchis italica
Η Orchis italica είναι μια μεσογειακή ορχιδέα, αρκετά συχνή μέσα στη ζώνη εξάπλωσής της. Η συμπαγής ταξιανθία φέρει πολλά άνθη που μοιάζουν με άνθρωπο με ουρά ή υπερφυσικό φαλλό (στην αρχαιότητα το φυτό ονομαζόταν “Σατύριον” λόγω της ομοιότητας με τους Σάτυρους, τους μονίμως εν στύσει συνοδούς του Διονύσου). Το χρώμα των ανθέων ποικίλει από ζωηρό ρόζ έως σχεδόν λευκό.
Neotinea lactea
Από τις πρώτες ορχιδέες που ανθίζουν, η άνθιση της Neotinea lactea κρατάει μέχρι τον Μάιο. Είναι ένα βραχύσωμο φυτό, που σπάνια ξεπερνάει τα 25 εκ. σε ύψος. Τα άνθη της είναι λευκά-κόκκινα και διάστικτα με διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου. Εμφανίζεται σε ανοιχτές θέσεις όπως λιβάδια, φρύγανα και θαμνώνες σε υψόμετρα έως και 1800 μ. Εξαπλώνεται στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ στη χώρα μας εμφανίζεται σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα πλην της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ophrys reinholdii
Μια πολύ όμορφη ορχιδέα, με χαρακτηριστικό γραφισμό στο θυρεό, έντονη τριχοφυΐα και λαμπερά χρώματα. Είναι είδος με ευρεία εξάπλωση σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. Αν και μπορεί να είναι τοπικά άφθονη, όπως στη Λέσβο, τη Χίο και τη Ρόδο, συνήθως έχει περιορισμένη χωρικά παρουσία, στις άκρες του θαμνώνα και στα φρύγανα, πιο συχνά σε πετρώδεις θέσεις – ακόμα και σε άκρες δρόμων – παρά σε ξέφωτα δασών.
Στο όνομα του είδους τιμάται ο Karl Heinrich Theodor Reinhold, Γερμανός φυσικός και εθνογράφος που εργάστηκε ως γιατρός στο ελληνικό ναυτικό στην περίοδο της Βαυαροκρατίας.
Ophrys helenae
H Ophrys helenae είναι από τις πιο ξεχωριστές εκπροσώπους του γένους Ophrys, λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου χείλους της, το οποίο είναι κόκκινο-κερασί και γυμνό από θυρεό. Είναι ένα εύρωστο φυτό που φτάνει σε ύψος τα 40 εκ. και μπορεί να φέρει μέχρι και 8 άνθη. Είδος της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Αλβανίας, φύεται σε λιβάδια, θαμνώνες και ξέφωτα δασών έως τα 1100 μ.
Ophrys ferrum-equinum
Στιβαρή ορχιδέα, με εξάπλωση στην Ελλάδα και Ανατολία. Είναι πιο συνηθισμένη στις Κυκλάδες και στα βουνά της Αττικής από ότι στο Πήλιο. Γεωγραφικά είναι από τις πιο διαδεδομένες ορχιδέες στα ημιορεινά πετρολίβαδα και τα ορεινά λιβάδια.Η κίτρινη παπαρούνα (Glaucium flavum), είναι ένα στενά συγγενικά είδος της παπαρούνας. Ο τυπικός της βιότοπος είναι οι παραλιακές θέσεις, αλλά μπορεί να αποικίσει διαταραγμένες θέσεις, οπως χέρσοι αγροί και πρανή δρόμων, σε υψόμετρο έως 800 μ. Όλα τα τμήματα του φυτού είναι τοξικά εάν καταναλωθούν.
Φυτά της ακτογραμμής του Πηλίου
Το Πήλιο χαρακτηρίζεται από την ατελείωτη ακτογραμμή μιας ήδη μακρύτατης χερσονήσου, η οποία επιμηκύνεται περαιτέρω με τις εξαιρετικά δαντελωτές ακτές και την τραχιά κατάληξη των βραχωδών πλαγιών. Η παράκτια αυτή ζώνη είναι σε μεγάλο μέρος απρόσιτη και δεν έχει επηρεαστεί από ανθρωπογενείς παράγοντες, ενώ ακόμα και οι παραλίες διατηρούν έναν υψηλό βαθμό φυσικότητας. Η ζώνη αυτή φιλοξενεί πολλά φυτικά είδη, προσαρμοσμένα στην αλατότητα των εδαφών ή στον συνεχή ψεκασμό από το θαλασσόνερο.
Κρίταμο (Crithmum maritimum)
Το κρίταμο (Crithmum maritimum) είναι πολύ συνηθισμένο τόσο σε βραχώδεις όσο και σε αμμουδερές ακτές της χώρας μας αλλά και της ευρύτερης Μεσογείου. Πολυετές και έρπον, απλώνει τους πολυάριθμους βλαστούς και τα σαρκώδη φύλλα του, τα οποία συλλέγονται και καταναλώνονται βραστά ή ωμά.
Κίτρινη παπαρούνα (Glaucium flavum)
Η κίτρινη παπαρούνα (Glaucium flavum), είναι ένα στενά συγγενικά είδος της παπαρούνας. Ο τυπικός της βιότοπος είναι οι παραλιακές θέσεις, αλλά μπορεί να αποικίσει διαταραγμένες θέσεις, οπως χέρσοι αγροί και πρανή δρόμων, σε υψόμετρο έως 800 μ. Όλα τα τμήματα του φυτού είναι τοξικά εάν καταναλωθούν.
Κάππαρη (Capparis spinosa)
Η κάππαρη (Capparis spinosa) είναι ένα τυπικό βραχόφιλο είδος. Πολύ συχνά, εκμεταλλεύεται την κατεστραμμένη τοιχοποιία κτιρίων και τα πεζοδρόμια, εμφανιζόμενη μέσα στο αστικό περιβάλλον, όπου και τα περίτεχνα άνθη της με τους πολυάριθμους μακριούς στήμονες τραβούν δικαιολογημένα τα βλέμματα. Τα μπουμπούκια της, πριν την πλήρη έκπτυξη του άνθους, συλλέγονται και χρησιμοποιούνται στη μαγειρική. Επειδή καλλιεργείται παραδοσιακά στις παραμεσόγειες χώρες εδώ και χιλιετίες, είναι άγνωστο εάν η Μεσόγειος αποτελούσε μέρος της φυσικής εξάπλωσής της.
Θαλασσόβρουβα (Cakile maritima)
Γνωστή και ως θαλασσόβρουβα, λόγω της συγγενικής της σχέσης με τη γνωστή βρούβα, η Cakile maritima εξαπλώνεται σε παραλιακές θέσεις σε ολόκληρη της Μεσόγειο. Στην Ελλάδα είναι πολύ κοινή σε παραλίες με άμμο ή χαλίκια. Είναι μονοετής και οι πληθυσμοί της μπορεί να μεταβάλλονται σε πυκνότητα ή και να εξαφανίζονται τελείως από μια περιοχή από χρονιά σε χρονιά, ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατήσουν κατά τη μεταφορά, απόθεση και φύτρωση των σπερμάτων.
Επιγενή φυτικά είδη του Πηλίου
Στη μακραίωνη ιστορική του πορεία, ο άνθρωπος επέδρασε στην εξάπλωση πολλών φυτικών ειδών, άλλοτε εσκεμμένα και άλλοτε ακούσια. Η πρώτη περίπτωση αφορά είδη που χρησιμοποιήθηκαν ως είδη διατροφής, για την παραγωγή κλωστικών ινών, είδη με φαρμακευτική, αρωματική ή καλλωπιστική αξία, για να αναφέρουμε μόνο λίγες από τις χρήσεις που έχουν τα φυτά. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν φυτικά είδη, τα οποία επεκτάθηκαν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου, όπως για παράδειγμα τα είδη-ζιζάνια που εισήχθηκαν τυχαία ως μικροσκοπικοί σπόροι μαζί με τρόφιμα ή μέσα σε άλλες συσκευασίες και εποίκισαν νέες περιοχές. Σε πολλές περιπτώσεις, τόσο τα πρώτα όσο και τα δεύτερα, όπου βρήκαν πρόσφορες περιβαλλοντικές συνθήκες, εγκαταστάθηκαν παράγοντας βιώσιμους πληθυσμούς και αποτελώντας πλέον κομμάτι της φυσιογνωμίας των νέων τους τόπων.
Αθάνατος (Agave americana)
Η περιοχή της φυσικής εξάπλωσης του αθανάτου περιλαμβάνει το Μεξικό και κάποιες νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπως το Τέξας, η Αριζόνα και το Νέο Μεξικό. Φτιάχνει μια μεγάλη ροζέτα με μεγάλα, σαρκώδη, αγκαθωτά φύλλα πρασινογλαυκού χρώματος. Ως είδος μονοκαρπικό, ανθίζει μόνο μία φορά στη ζωή του και μετά πεθαίνει, αλλά αφού παράξει πρώτα μία εντυπωσιακή ταξιανθία, ο άξονας τη οποίας φτάνει τα 9 μ. σε ύψος. Πάνω της εκπτύσσονται πολυάριθμα κίτρινα άνθη.
Στις περιοχές προέλευσής του, χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλκοολούχων ποτών και ινών σχοινοποιίας, αλλά η χρήση του ως καλλωπιστικό φυτό είναι αυτή που το εξήγαγε στις θερμές περιοχές όλων των ηπείρων. Στην Ελλάδα αναπτύσσεται σε περιοχές με ξηρό μεσογειακό κλίματα σε Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, τις θερμές προσνότιες ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και στα περισσότερα νησιά. Συνήθως εμφανίζεται μεμονωμένο σε ξηρές, πετρώδεις πλαγιές, αλλά κατά θέσεις, μπορεί να δημιουργήσει μικρές, αλλά πυκνές και αδιαπέραστες συστάδες.
Φραγκοσυκιά (Opuntia ficus-indica)
Η φραγκοσυκιά (Opuntia ficus-indica) είναι ένας χαμηλός, πολύβλαστος κάκτος με φύλλα που έχουν μετατραπεί σε αγκάθια και σαρκώδεις, πράσινους βλαστούς που έχουν αναλάβει το ρόλο της φωτοσύνθεσης. Πάνω στους βλαστούς εκπτύσσονται πολυάριθμα κίτρινα άνθη, τα οποία εξελίσσονται στα νόστιμα φραγκόσυκα.Γνωστή και ως θαλασσόβρουβα, λόγω της συγγενικής της σχέσης με τη γνωστή βρούβα, η Cakile maritima εξαπλώνεται σε παραλιακές θέσεις σε ολόκληρη της Μεσόγειο. Στην Ελλάδα είναι πολύ κοινή σε παραλίες με άμμο ή χαλίκια. Είναι μονοετής και οι πληθυσμοί της μπορεί να μεταβάλλονται σε πυκνότητα ή και να εξαφανίζονται τελείως από μια περιοχή από χρονιά σε χρονιά, ανάλογα με τις συνθήκες που θα επικρατήσουν κατά τη μεταφορά, απόθεση και φύτρωση των σπερμάτων.
Μαυροστάφυλο (Phytolacca americana)
Το μαυροστάφυλο, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά το αμερικανικής προέλευσης είδος Phytolacca americana, είναι ένα ψηλό πολυετές ποώδες φυτό. Ο κατακόκκινος βλαστός του, μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 3 μ. Παράγει μεγάλες βοτρυοειδείς ταξιανθίες με πολυάριθμα ποδισκοφόρα λευκά άνθη, τα οποία εξελίσσονται σε σκουρόχρωμες σαρκώδεις ράγες. Οι καρποί είναι τοξικοί για τον άνθρωπο, αλλά φαίνεται να μην επηρεάζουν πολλά είδη πουλιών, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διασπορά τους. Στην Ελλάδα εμφανίζεται σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα μέσα σε ρεματιές, ξέφωτα δασών, ακαλλιέργητους αγρούς και άλλες θέσεις που έχουν επηρεαστεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα, σε υψόμετρα μέχρι 500 μ.